Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

'ΓΙ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΧΑΣΑΝΕ ΝΩΡΙΣ'' ΤΟΥ ΜΙΜΗ ΚΟΥΡΤΗ

Mέ  μεγάλη επιτυχία  εγινε την Δευτέρα το  βράδυ  στην ‘’Αθηναίων Πολιτεία,στην Αθήνα, η παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Λευκαδίτη Μίμη Κούρτη: «Γι’ αυτούς που χάσανε νωρίς» από τις εκδόσεις ‘’Αρισταρέτη’’.Η αιθουσα της εκδήλωσης ηταν κατάμεση κυρίως από Λευκαδίτες.Για το βιβλίο μίλησαν οι: Ηλίας Γεωργάκης – Δημοσιογράφος – Συγγραφέας.Δημήτριος Σταυρακάκης–Εκδότης – Συγγραφέας.Παρουσίαση-Οργάνωση: Αγγελική Ραυτοπούλου– Συγγραφέας, Εικαστικός, Εκδότρια.Ποιήματα απήγγειλε ο ηθοποιός Δημήτρης Βερύκιος.Στο πιάνο έπαιξε Λουκία Γκαρδιακού.Στη φωτογραφία από αριστερά: Ηλίας Γεωργάκης, Αγγελική Ραυτοπούλου και ο ποιητής Μίμης Κούρτης.

-----------------------------------------------------------------------

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Η ΟΜΙΛΙΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ:




Καλησπέρα σας.

Με οσα δεινά συμβαίνουν γύρω μας και κυρίως με τη φτωχοποίηση
της κοινωνίας, αρχισα να πιστευω, ειλικρινα ,πως προσποιούμαστε οτι
ζούμε.

Ειμαστε ισοβίτες στην ανασφάλεια της καθημερινότητας,
δεσμώτες των μνημονίων με τις νύχτες να κυλάνε απο συνήθεια,με χάπια και αλκοόλ.
Μετέωροι σε φρούδες αναμονές,Χάσαμε το ονειρο,ηττημένοι απο τη ζωή, πληγωμένοι απο τους ανθρώπους. Αιχμάλωτοι των σίριαλ και της
πλήξης στα κουμπιά του  κινητού.Υπερχρεωμένοι στη μοναξιά μας. Είμαστε σκυθρωποί, με σκυμμένα τα κεφάλια, εγκλωβισμένοι στα  προβλήματα της καθημερινότητας. Τα ιδανικά εγιναν δανεικά.

Σήμερα δεν έχουμε φίλους γιατί φοβόμαστε την προδοσία. Δεν εμπιστευόμαστε γιατί ειναι σίγουρο πως θα πληγωθούμε. Και δεν δίνουμε γιατί φοβόμαστε την αχαριστία. Είμαστε εγκλωβισμένοι σε θλιβερές ειδήσεις, συκοφαντίες, ζήλιες και αν ασφάλειες. Και κοιμόμαστε λυπημένοι. Τα χάπια αντικατέστησαν τα όνειρα.Επιβιώνουμε στη μοναξιά της στιγμής. Έχουμε γίνει οι δολοφόνοι του χρόνου. Προσποιούμαστε οτι ζούμε καλά, σε μια υπερκαταναλωτική κοινωνία, οπου όλοι δουλεύουμε για τις τράπεζες. Και σκεφτόμαστε συνέχεια το θάνατο γιατί στηριζόμαστε σε γερασμένες επιθυμίες. Γινόμαστε ολοένα και πιο απρόθυμοι να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλο στα μάτια. Προσέχουμε μη διασταυρωθούν τα βήματα μας με τα βήματα του γείτονα. Τρέχουμε βιαστικά να προλάβουμε κάτι, χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς.

Και μέσα σε αυτό το θλιβερό σκηνικό  έρχεται η ποίηση.Η ανάσα.Η ελπίδα.Ο καθαρός ουρανός.Ο βηματισμός  των στίχων σαν τον καλπασμό των αλόγων.Ο πόνος, , η προσπάθεια να βγάλεις τα εσωψυχα σου στο χαρτί.Να ματώνεις το’’ είναι ‘’σου για να εκφραστείς.
.’ ποίηση χει τς ρίζες της στν νθρώπινη νάσα.εγραψε ο Γιργος Σεφέρης. Ενώ  ο Νικηφόρος  Βρετακος συμπλήρωσε:’’ν δ μο δινες τν ποίηση, Κύριε, δ θχα τίποτα γι ν ζήσω.’’ Η ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ., εγραψε  ενας άλλος ποιητής.

Λυτρωνει η ποίηση.Πιστέψτε με.Γραφω και εγώ .Ξέρω το συναίσθημα.

Όμως  για να κατανοήσουμε τον τρόπο έκφρασης του Μίμη-εκτός από τον πλούσιο  ψυχικό του κόσμο-ας μεταφερθούμε στον γενέθλιο τόπο, το λατρεμένο του  χωριό την Εγκλουβή.Το ψηλότερο  και ομορφότερο  χωριό της Λευκάδας.Στο χωριό-το οποίο φημίζεται στο πανελλήνιο για τις  φακές του-ιδρύθηκε  το 1930 η πρώτη αγροτική ένωση, η οποία αποτελούσε  μονάδα  του Πανελλήνιου Κινήματος Αγροτικών Ενώσεων και μία από τις  τρείς καλύτερες ενώσεις της Ελλάδας μαζί με τα Αμπελάκια και το Μεταλλικό, με σκοπό τη γεωργική πολιτική των κατοίκων και την επίλυση των προβλημάτων τους.Οι Εγκλουβισάνοι, προοδευτικοί και πρωτοπόροι  στους αγώνες κατά του κατεστημένου  πολιτικού καθεστώτος,επαιξαν σημαντικό ρόλο  στις επιτυχίες  του αγροτικού  κινήματος στη Λευκάδα και υπήρξαν και πρωτεργάτες στην ίδρυση του ΤΑΟΛ το 1915.
Η Εγκλουβή, λοιπόν,είναι ένα διαφορετικό ελληνικό  χωριό.

Εδώ ο Μίμης έζησε και έγραψε με κατάθεση ψυχής.Μοιράστηκε μαζί με την οικογένεια του  τις χαρές τις λύπες  του χωριού.Μύρισε το βρεγμένο χώμα της φθινοπωρινής βροχής, μέθυσε με το βαρτζαμί, ασπάστηκε στα φακοχωραφα, έτρεξε δίπλα στο βλασάνι, τη σκαμνιά, την ασφάκα, το φλισκούνι και φωτογράφισε τις οργισμένες  κουτσουπιές.Καθάρισε τις φακές με την ευλάβεια του ευλογημένου  καρπού και άκουσε ξημερώματα  τα  αηδόνια να  ψέλνουν της φύσης τον αναστεναγμό.Εδω ο Μίμης άκουσε τον καλπασμό των αιώνων στους Βόλτους και  μαγεύτηκε με την ‘άγρια ομορφιά της Ελάτης .Προσκύνησε ευλαβικά στον  Αη Δονάτο . Αφουγκράστηκε την ηδονή της ζωής στα Σελάκια  και σκίρτησε  μέσα του η αγάπη για τη  Λευκάδα με την  μαγευτική θέα  από το καμπαναριό του Αη Λιά.Λάμπαξε στο αστραπόβροντο.Και βρήκε καταφύγιο με το μικρό  φακό κάτω από τις κουβέρτες.
Και αποκαμωμένος από το ταξίδι του στην ομορφιά τρατάρισε  τους φίλους του στη δροσερή πλατεία  του χωριού κάτω από τα γέρικα πλατάνια.
Και για  όσους δεν το γνωρίζουν ο Μίμης είναι το σήμα κατετεθέν της Εγκλουβής.Ειναι ο άνθρωπος ο οποίος-μέσω του διαδικτύου-κατάφερε να κάνει γνωστό το χωριό του στο πανελλήνιο.Και έχει φανατικούς  φίλους-μεταξύ των οποίων και εγώ-γιατί η καλοσύνη του είναι  μοναδική.Ευτυχώς ο Μίμηςδεν έχει τα κουσούρια του νεοέλληνα όπως είναι η ζηλοφθονία, η υποκρισία και η κουτοπονηριά.Ο Μίμης είναι αληθινός, αυθεντικός, καθαρός   όπως τα νερά του Αη Γιάννη.

Αυτός λοιπόν ο ποιητής καταθέτει στίχους σε αυτό το υπέροχο βιβλίο του.
Η ποίηση του Μίμη , μεστή εικόνων και συναισθημάτων.

’’Ετούτος ο ποιητής είναι μια φωνή αγγέλου, που καθαγιάζει τη ψαλμωδία  ενός σιωπηρού  ανθού’’, γράφει η Αγγελική Ραυτοπούλου.Ο ίδιος ο Μίμης μας προσκαλεί λέγοντας :
AΠΛΩΝΩ ΣΗΜΕΡΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΑΣ,
ΨΥΧΗΣ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΑΣ.
ΝΑ ΤΑ ΚΡΑΤΑΤΕ ΤΡΥΦΕΡΑ,ΝΑ ΤΑ
ΑΓΑΠΑΤΕ,ΓΙΑΤΙ ΕΧΟΥΝ ΠΟΝΟ,ΑΓΑ
ΠΗ ΚΑΙ ΛΥΓΜΟ.ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΣΤΟ ΦΩΣ ΔΕΙΛΑ ΚΑΙ ΦΟΒΙΣΜΕΝΑ.
ΔΩΣΤΕ ΤΟΥΣ ΜΙΑ ΖΕΣΤΗ ΑΓΚΑΛΙΑ’’.


Σε κάθε του ποίημα και μία εκπληξη.Η ζωή, ο θάνατος,η ,μάνα του, ο έρωτας, το χωριό του, τα λουλούδια, η Λευκάδα μας.Στίχοι που αναβλύζουν ζωή και αγάπη.Αλλα και θλίψη.Γράφει στο ποίημα του
‘’Ήσουν και είσαι’’:

Ήσουν τριαντάφυλλο, που ανθούσε το Γενάρη
και παπαρούνα, που ριζώνει στο γιαλό.
Ήσουν, σε νύχτες θλιβερές, λαμπρό φεγγάρι
και στις φουρτούνες κύμα ήσουν απαλό.
Μα τώρα, είσαι δειλινό συννεφιασμένο,
βουβή καμπάνα σ’ εκκλησιά ερημική.
Είσαι ένας στίχος σε τραγούδι λυπημένο,
ένας αθώος που ’ναι μες στη φυλακή.
Ήσουν δροσιά του κουρασμένου του διαβάτη,
κρύο νερό που ξεδιψούσαν τα πουλιά.
Ήσουν ελπίδα στου αρρώστου το κρεβάτι
και γλάστρα στου φτωχού την αγκαλιά.
Μα τώρα, είσαι πρωινό χωρίς τραγούδια,
πίκρα που στάλαξε στα χείλη της αυγής.
Είσαι ένας κήπος αδειανός, χωρίς λουλούδια,
κίτρινο φύλλο που ’χει πέσει καταγής.

Και φυσικά μέσα σε αυτό το πανηγύρι των λέξεων-όπου τα γράμματα χοροπηδάνε όπως η βροχή πάνω στους τσίγκους-δεν θα μπορούσε να απουσιάσει η μεγάλη ερωμένη, η Λευκάδα.Γράφει ο Μίμης ένα ύμνο για το νησί μας:

Λευκάδα μου
Νησί λουσμένο μ’ άγιο φως,
λάμψη ιερή από θυρανοίξια.
Ποιος λιθοξόος έπλεξε
δαντέλα τ’ ακρογιάλια σου;
Σαν ποιος ζωγράφος άπλωσε
χρώματα χίλια, μύρια;
Και σμαραγδί και βυσσινιά,
κι όλα τα μπλε του κόσμου;
Ακτές, κοράλλια απανωτά,
σκαλίσματα του χρόνου,
που σαν τ’ αγγίξει ο παφλασμός,
ακούς ηχώ της λύρας.
Μορφές αιθέριες λούζονται
στους μυρωμένους καταρράχτες,
νησάκια κεντητά, βεργέτες
στ’ αυτιά σου κρεμασμένες.
Και ποιος τεχνίτης σμίλεψε
κορφές πλαγιές και κάμπους;
Βράχους που στέκονται παντού
και ποιήματα απαγγέλλουν;
Μύλοι που αλέθουν ιστορίες μυστικές,
όταν φιλιούνται οι πέτρες τους.
Κι από ψηλά η Κυρά,
σκεπή και στέγη ευλογημένη,
Λευκάδα εσύ,
υγρή κι απέραντη ερωμένη.


Στους στίχους του Μίμη παρών  και ο  ερωτας.Γράφει στον ΄Κατακλυσμό’’

Στα χείλη μου απόμεινε η ώχρα του φιλιού σου,
άνοιξη κι όμως χιόνιζε στ’ ονειρεμένο στόμα,
κομμένο τριαντάφυλλο το χρώμα του Μαγιού σου,
εσύρθηκε και ξάπλωσε στο παγωμένο χώμα
κι εγώ, μες στον Απρίλη μου, σε καρτερώ ακόμα.
Δεν μου μιλάς, μα ακούγεται βαθιά ο αντίλαλός σου,
δεν με κοιτάς και μέσα μου φίδι νωθρό με ζώνει,
ξέρω πως είναι ανίκητος, αυτός ο αντίπαλός σου,
τίποτ’ αγάπη μου πικρή, τίποτα δεν σε σώνει,
για σένανε δυό μέτρα γης, για μένανε οι πόνοι.
Θέλω να βρω τη δύναμη, για να το ξεπεράσω,
μα, όταν πέφτουν οι νυχτιές, αγάπη, σε ζητάω,
ποτάμια τα δυό μάτια μου και πώς να τα περάσω,
να ’βρω στρατί της λησμονιάς, ν’ αφανιστώ, να πάω,
μα, σ’ όποια έρημο κι αν ζω, βαθιά θα σ’ αγαπάω.


Αγαπητέ  φίλε Μίμη. Είναι σπάνιο στη σημερινή εποχή να έχεις αληθινούς φίλους.Ο εγωισμός, η υποκρισία  αλλά και η ψυχθοφόρα καθημερινότητα της μεγαλούπολης μας στερεί τη δυνατότητα να αναπτυχθούν ισχυρές και ειλικρινείς φιλίες.Εγω αισθάνομαι τυχερός που έχω λίγους,μετρημένους,

Νοιώθω ευτυχής που ξανανταμώσαμε.Μαζί σου έγινα πλουσιότερος με την καλοσύνη σου και την αληθινή σου φιλία.Συνάμα νοιώθω και τυχερός που θα σε συναντώ στα δύσβατα μονοπάτια της ζωής με το φωτεινό σου χαμόγελο και την χρυσή σου καρδιά.Γιατί ευτυχώς είσαι ένας από αυτούς   που δεν χάσανε  νωρίς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις