Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

ΠΕΝΤΕ ΠΕΖΑ ΜΟΥ ΚΕΙΜΕΝΑ

1. Ο ΦΙΛΟΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ: Γνώρισα ανθρώπους και αγάπησα ζώα. Ηταν ένα απόφθεγµα που µε συνάρπαζε στα παιδικά µου χρόνια, χωρίς ωστόσο να έχω συνειδητοποιήσει το νόηµά του. Πέρασαν τα χρόνια. Ο φθόνος, το ψέµα και η υποκρισία σηµαδεύουν τις σύγχρονες ανθρώπινες σχέσεις. Η αγάπη µεταλλάχθηκε σε µια ξεφτισµένη και ευτελή λέξη. Και η φιλία φλερτάρει όλο και περισσότερο µε την προδοσία αφού στηρίζεται πλέον στο χρήµα και στα προσωπικά συµφέροντα. Οµολογώ ότι δεν πήρα σκύλο παρά τη µεγάλη αγάπη – τη δική µου αλλάκαι των παιδιών µου – στα ζώα. Και πιστεύω ότι αυτή η επιλογή µε δικαίωσε, αν λάβω υπόψητα συνεχόµενα περιστατικά κακοποίησης ζώων από τους ανθρώπους. Ολοένα και πληθαίνουν οι καταγγελίες πολιτών για θανάτους αδέσποτων και µη ζώων. Το 1/3 του πληθυσµού των αδέσποτων πεθαίνει κάθε χρόνο από αιτίες που σχετίζονται µε τονάνθρωπο (από αυτοκίνητα, από φόλες...), ενώ περισσότερα από ταµισά πέφτουν θύµατα κακοποίησης. Ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, οι µικροί αλήτες του δρόµου, αναγκάζονται να δίνουν καθηµερινό αγώναγια να επιβιώσουν επειδή ο άνθρωπος τούς εγκατέλειψε. Και παρ’ όλο που εκείνοι δεν θα τον εγκατέλειπαν ποτέ. Η τελευταία µου επαφή µε τα συµπαθή τετράποδα είναι µε το απέναντι κόκερ. Στο µπαλκόνι µιας πολυκατοικίας. Δεν ξέρω ούτε καν το όνοµά του. Οπως άλλωστε δεν ξέρω τους ενοίκους τηςδικής µου πολυκατοικίας που φεύγουν σκυφτοί και σκυθρωποί για τις δουλειές τους. Χωρίς να ανταλλάσσουµε ούτε µια µατιά ούτε µια καληµέρα. Ο απέναντι φίλος, καθηµερινά, πηγαινοέρχεται, γαβγίζει και χαζεύειµε τα περιστέρια και τα σπουργίτια. Τον µαγεύει η βροχή, ίσως γιατί µοιάζει µε την ψυχή του. Τον πλανεύουν τα πουλιά, ίσως γιατί µοιάζουν µε τα όνειρα της ελευθερίας του. Θέλει να τρέξει, να παίξει µε τα πιτσιρίκια, αλλά δεν µπορεί. Παραµένει φυλακισµένος. Αιχµάλωτος, οπως και τα αφεντικά του, στη µοναξιά της µεγαλούπολης. Με τα κλεισµένα παραθυρόφυλλα και την έλξη της έξυπνης δολοφόνου, της τηλεόρασης. Στ’ αλήθεια, τον νιώθω. Τον καταλαβαίνω. Είναι ο απέναντι φίλος µου. Ενας πιστός φίλος που είµαι σίγουρος ότι δεν θα µε προδώσει ποτέ. ("ΤΑ ΝΕΑ" 2 Φεβρουαρίου 2011).
2: ΟΤΑΝ(ΔΕΝ) ΖΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ. Ηταν δεν ηταν στα ‘80. Με το µικρό µουστάκι και το παλιό Καντέτ. Με την παραδοσιακή τραγιάσκα και την αυτοπεποίθηση µιας υπερήφανης αλλά µατωµένης γενιάς. Το κηδειόσηµο στη γέρικη µονοκατοικία µε συγκλόνισε. Ζούσαµε πάνω από 15χρόνια δίπλα αλλά δεν µιλήσαµε ποτέ. Ούτε µια καληµέρα. Εγώ σε µια τεράστια πολυκατοικία µε τη µοναξιά και την τηλεόραση για χορηγούς και αυτός σε ένα χαµόσπιτο µε κληµαταριές και µπουκαµβίλιες. Στενοχωρήθηκα. Πικράθηκα στ’ αλήθεια. Η ζωή µας έχει περάσει πλέον στη διάσταση της αδιέξοδης ρουτίνας. Ξέρουµε ότι αντί για γράµµατα θα βρούµε λογαριασµούς. Φοβόµαστε τις ληστείες. Και όχι µόνον. «Τρέµουµε» τις αρρώστιες και τον θάνατο. Δεν έχουµε αντιστάσεις. Ούτε αντοχές. Η εθνική µας κατάθλιψη έχει σχέση µε το Μνηµόνιο, τις άγριες περικοπές σε µισθούς και συντάξεις, µε την ανεργία των παιδιών µας, µε τα ληγµένα «θέλω». Ζωή χωρίς προοπτική. Θυσίες χωρίς αντίκρυσµα σε ένα χρεοκοπηµένο πολιτικό σύστηµα. Οι επιθυµίες αντικαταστάθηκαν από τους εφιάλτες της καθηµερινότητας. Οµήρους µάς πήρανε τα χρόνια. Κοιµόµαστε και ξυπνάµε µε αδιέξοδα. Και προσποιούµαστε ότι ζούµε καλά για να µη µας σχολιάζει ο διπλανός. Ο φθόνος ριζωµένος στις ψυχές. Ο ένας βγάζει το µάτι του άλλου. Καλύτερα να ζούµε ένα όνειρο, γιατί από την αλήθεια και την πραγµατικότητα της καθηµερινής ζωής δεν µπορεί να γίνει πλέον κάποιος ευτυχισµένος. Και να πώς τελείωνα σε ένα σηµείωµα που έγραψα για τον ίδιο πριν από χρόνια, µε τίτλο: «Οταν ζεις για τη ζωή»: «Είµαι σίγουρος ότι ο συµπαθής συνταξιούχος της διπλανής µονοκατοικίας δεν έχει τέτοια προβλήµατα. Ξέρει να ζει ήρεµος, µε χαµόγελο, µε αξίες, µε αξιοπρέπεια, µε σεβασµό στο περιβάλλον. Ζει για τη ζωή. Αλλωστε, γι’ αυτό δεν ενδίδει στα εκατοµµύρια των µεγαλοεργολάβων για να γκρεµιστεί το σπίτι του. Γι’ αυτό είναι οάνθρωπος που όλοι ζηλεύουµε στην πολυκατοικία µας αλλά ποτέ δεν θα τον ακολουθήσουµε. Ποτέ δεν θα του µοιάσουµε». Καληνύχτα (για πάντα), αξέχαστε γείτονα.(" ΤΑ ΝΕΑ' 26-1-2011).
3: ΧΑΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΟΛΟΓΙΑ. Η είδηση είναι εντυπωσιακή. Εως το τέλος του έτους θα είναι έτοιµη η κάρτα του πολίτη, στην οποία θα περιλαµβάνονται ο ΑΜΚΑ, τα στοιχεία ταυτότητας και του ΤΑΧΙS, καθώς και το δηµοτολόγιο. Με την κάρτα αυτή θα µπορεί ο πολίτης να πραγµατοποιεί ηλεκτρονικά όλες τις συναλλαγές του µε το δηµόσιο και να τη χρησιµοποιεί ως ταυτότητα. Πράγµατι, η τεχνολογία σε έναν µεγάλο βαθµό έχει βοηθήσει να είναι η ζωή µας καλύτερη. Οχι όµως για όλους. Η πλειονότητα των Ελλήνων βασανίζεται για να µυηθεί στα µυστικά της σύγχρονης τεχνολογίας. Για παράδειγµα, ο κυρ Χρήστος, ο οποίος νόµιζε ότι το «χαµηλ. µπατάρ.» στην οθόνη του κινητού του είχε σχέση µε άραβα τροµοκράτη και όχι µε την ένδειξη «χαµηλή µπαταρία». Ο συµπαθής συνταξιούχος, εκτός από την οργή του για την περικοπή της σύνταξής του, συνεχίζει να ταλαιπωρείται µε τα τεχνολογικά επιτεύγµατα. Μετά την κάρτα του ΑΜΚΑ, υποχρεώθηκε να παίρνει µέσω τραπέζης την πενιχρή σύνταξή του. Και έτσι «φορτώθηκε» µε pin το οποίο µπερδεύει µε το pin του κινητού του. Με το οποίο έχει αποκτήσει µια σχέση µίσους, αφού δεν µπορεί µε καµία δύναµη να το... κουµαντάρει. Εχει βάλει στη διαπασών την ένταση για να το ακούει όταν χτυπάει, αλλά, µοιραία, ο θόρυβος ξεσηκώνει και τους διπλανούς. Και ο ίδιος φωνάζει δυνατά νοµίζοντας ότι ο συνοµιλητής του δεν τον ακούει. Ασε που για να πάρει τηλέφωνο ή για να απαντήσει σε κλήση πρέπει να αλλάξει τα γυαλιά του και η διαδικασία είναι χρονοβόρα σε σηµείο... εξοργισµού! Kαι σαν να µην έφτανε µόνο το κινητό, τελευταία – µε τα µέτρα ασφαλείας στις τράπεζες – παραµένει εγκλωβισµένος, θορυβηµένος και αγανακτισµένος ανάµεσα στις δύο πόρτες ασφαλείας, ακούγοντας οδηγίες από γυναικείες φωνές και βλέποντας λαµπάκια να αναβοσβήνουν. Εύλογη, λοιπόν, η αγανάκτησή του. Μια αγανάκτηση και άλλων συµπολιτών µας που µέσα στη σκληρή οικονοµική κρίση, µε τη λιτότητα και τα χρέη, παίρνει διαστάσεις εφιάλτη. Χαµένοι στην τεχνολογία, λοιπόν, σε µια τεχνολογία που αδυνατεί να συλλάβει πως τα κύτταρα του εγκεφάλου σ’ έναν 70χρονο είναι σαν τις καµένες αντιστάσεις. (TA NEA 20/1/2011 ).
4. ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΑ ΣΠΡΕΝΤ: Μπήκαν στη ζωήµας, στο σπίτιµας σαν να είναι συγγενείς. Ντοµινίκ Στρος - Καν, Ζαν-Κλοντ Τρισέ, Ολι Ρεν, Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο, Σερβάζ ντε Ρουζ, Πολ Τόµσεν. Τέτοια οικειότητα, τέτοια άνεση µαζί τους λες και τους ξέρουµε χρόνια. Είναι οι δανειστές αλλά και οι... βασανιστές. Μια χώρα, ένας λαός, σε κλίµα εθνικής κατάθλιψης αναγκάζεται καθηµερινά να «επικοινωνεί» µαζί τους µέσα από την τηλεόραση. Αλλά χωρίς – δυστυχώς – να έχει το δικαίωµα αντιλογίας. Και διαµαρτυρίας. Είναι πλέον τέτοια η οικειότητα µαζί τους που στο σχολείο της µικρής µου κόρης έβγαλαν από τον τοίχο την εικόνα της Μπουµπουλίνας και έβαλαν αυτή της Μέρκελ. Στην πρωινή προσευχή γίνεται επίκληση της τρόικας, ενώ τις προάλλες έβαλαν τιµωρία µια ολόκληρη τάξη να αντιγράψει 20 φορές το νέο Μνηµόνιο. Αλλά και στα όνειρά µας χάθηκαν πια τα όµορφα ακρογιάλια. Αντικαταστάθηκαν από εφιάλτες µε δάνεια, δανεικά, κατασχέσεις και τράπεζες. Οπως χθες το βράδυ. Παναγία µου. Αυτό δεν ήταν όνειρο. Ηταν ο εφιάλτης στον δρόµο µε τα σπρεντ, νούµερο 12. Ηταν λέει δύο ένοικοι της πολυκατοικίας, στην οποία µένω, και λογοµαχούσαν για την τραγική οικονοµική κατάσταση της χώρας. Ο χοντρός, ο Νίκος, επέµενε ότι θα πρέπει να γυρίσουµε στη δραχµή (πάντα υποβόσκει µια κρυφή γοητεία µε τη δραχµούλα που χάσαµε, έστω κι αν δεν είναι η ίδια δραχµή που θα ξαναβρούµε, αν δεν καταφέρουµε να το αποφύγουµε) και από την άλλη ο Τάκης ο µουσάτος ωρυόταν ότι πρέπει να γίνουν άµεσα εκλογές. Οι ύβρεις που άκουσα µε κατέπληξαν: «Να σε πάρει ο Ολι Ρεν και να σε σηκώσει», έλεγε ο ένας. «Να πας στον αγύριστο του ΔΝΤ», απαντούσε ο άλλος. Και µέσα σε αυτή την πολεµική ατµόσφαιρα ο Δηµητράκης, του πρώτου, είχε πάρει όλα τα ειδοποιητήρια των λογαριασµών, τα έκανε σαΐτες και τις πετούσε στους διαµαρτυρόµενους. Το χαρτοµάνι στο δάπεδο έµοιαζε µε σκηνικό κέντρου και ήταν σαν να πετούσαν λουλούδια στον Πάριο. Ωσπου, ως διά µαγείας, εµφανίστηκε ο Ντοµινίκ Στρος - Καν και έβαλε τα πράγµατα σε τάξη. Ο Νίκος και ο Τάκης άρχισαν να τρέµουν. Να τους λούζει κρύος ιδρώτας. «Κύριε Ντοµινίκ, µη µας πειράξετε, σας παρακαλώ, έχουµε οικογένεια, θα πεινάσουν τα παιδιά µας», παρακαλούσαν και οι δυο γονυπετείς. Υστερα αποκοιµήθηκα. Για να δω κανένα όνειρο που να µην είναι εφιάλτης. (TA NEA-9/03/2011).

5: ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ: Σηκώθηκα με διάθεση. Ανοιξα ραδιόφωνο µε χαρούµενη µουσική. Ολοι οι σταθµοί είχαν κέφια. Ετοιµάστηκα. Στις ειδήσεις όλα ήταν χαρµόσυνα. Μειώθηκε το χρέος και τα ελλείµµατα, έπεσαν τα σπρεντ, έπεσαν τα επιτόκια, σε ύψη-ρεκόρ το χρηµατιστήριο, τέλος οι ουρές αναµονής στο ΙΚΑ, παρελθόν οι µίζες και η διαφθορά. Στο 2% η ανεργία. Στο ασανσέρ άκουσα µια µεγάλη «καληµέρα» από τον αµίλητο του πέµπτου. Η πρώτη έκπληξη. Στον δρόµο δεν βρήκα κίνηση. Δεν άκουσα ούτε ένα κορνάρισµα. Δεν είδα ούτε µια µούντζα. Ούτε ένα σκουπίδι στους δρόµους. Ούτε ένας δεν µιλούσε στο κινητό. Και οι οδηγοί, µε περισσή ευγένεια, σταµατούσαν για να περάσουν οι πεζοί. Εξεπλάγην που ο ταξιτζής, µπροστά µου, µε τα αλάρµ αναµµένα, ζήτησε συγγνώµη – µε µια χειρονοµία – γιατί καθυστέρησε για να πάρει πελάτη. Δεύτερη έκπληξη. Στο Μετρό όλοι ήταν χαµογελαστοί, διάβαζαν λογοτεχνικά βιβλία και εφηµερίδες. Και οι νεώτεροι πρόσφεραν τηθέση τουςστους ηλικιωµένους. Ηµουν µάλιστα µάρτυρας ενός άγριουκαβγά µεταξύ δυο νέων για το ποιος θα δώσει πρώτος τη θέση του σε µια ηλικιωµένη. Τσιµπήθηκα. Τρίτη έκπληξη. Στην Πανεπιστηµίου, κεφάτοι άνθρωποι στον δρόµο. Τα µαγαζιά γεµάτα. Γυναίκες φορτωµένες µε τσάντες από ψώνια. Κίνηση. Ρυθµός. Τα πρωτοσέλιδα διθυραµβικά για το θαύµα της ελληνικής οικονοµίας µε εξαγγελίες για σηµαντικές αυξήσεις µισθών και συντάξεων. Η τρόικα παρελθόν. Τα πεζοδρόµια να αστράφτουν και χωρίς να έχουν παρκαρισµένα αυτοκίνητα. Τέταρτη έκπληξη. Τσιµπήθηκα. Στον «Ευαγγελισµό», όπου πήγα για να επισκεφθώ συγγενή µου, ένιωσα ότι δεν βρίσκοµαι στην Ελλάδα. Τι χλιδή, τι καθαριότητα, τι οργάνωση. Να τα χαµόγελα και οι φιλοφρονήσεις. Ούτε µία διαµαρτυρία. Μάλιστα, ακόµη και υγιέστατοι ζητούσαν να επισκεφθούν το νοσοκοµείο-πρότυπο. Στην Οµόνοια (και στις γύρω περιοχές) «εξαφανί στηκαν» οι µετανάστες και οι τοξικοµανείς. Και οι τουρίστες δεν προλαβαίνουν να τραβούν βίντεο και φωτογραφίες µπροστά σε αυτήν τη µοναδική οµορφιά. Ηταν µεσηµέρι, όταν κοντά στην Κλαυθµώνος µια 25χρονη ξανθιά µε γούνα, µίνι και ψηλές µπότες µού έκλεισε το µάτι. Κεραυνός. Σεισµός. Τσιµπήθηκα µέχρι... µαυρίσµατος. Γύρισα πίσω µου και ξαναγύρισα µήπως κάνω λάθος. Και αυτή, φιλήδονα – µε προκλητική ευθύτητα –, µου ζήτησε να πάµε για καφέ. Καµία έκπληξη. Πάντα ζούσα στον κόσµο µου. (TA NEA-16/02/2011).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις