Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

Ποιήματα μου

ΝΑΥΑΓΟΣ

Η ζωή μου βάρος
ξεχασμένος φάρος
στον ωκεανό,
κύματα τα πάθη
μη μιλάς για λάθη
σ΄ενα ναυαγό.

Δήθεν και λαμόγια
πνίγομαι στα λόγια
χώρα στο βυθό,
ακούστε με φωνάζω
φακελάκι βάζω
πάλι στο γιατρό
αχ πως να σωθώ.

Μοναξιάς μνημείο
χώρα πολυθρόνας
των τηλεκοντρόλ,
μια ζωή χειμώνας
ζούμε για το γκόλ.

Χώρα επαιτείας
τηλεαδικίας
πάθος κινητών,
χωρα των απόντων
ξένων συμφερόντων
των αλλοδαπών.

Ξένος στη δουλειά μου
χάπια τα ονειρά μου
μόνιμα απών

Χάθηκαν οι φίλοι
σώπασαν οι λίγοι
χώρα των λαθών.

Ακούστε με φωνάζω
φακελάκι βάζω
φθάνει δεν μπορώ
αχ πως να σωθώ.


ΕΠΙΘΥΜΙΑ

Δεν θα σου τάξω
γη και ουρανό,
Ούτε χρυσάφια,
ήλιους και αστέρια.

Θέλω μονάχα
να σου πώ
για τα χαμένα
καλοκαίρια.

Τις νύχτες
που σε κέρναγα
αρμύρα
γυρμένοι
στ' αποκούμπι
του ονείρου,
της θάλασσας
ακούγοντας
τη λύρα

Ταμένοι
στην απόγνωση
τ΄ απείρου.

Θέλω στη σκέψη σου
να γίνω
τρεχαντήρι,
στης ανοιξης
τη νιότη
να χαθώ

Ξυπόλυτοι
στου πάθους
το λιοπύρι
να σκύψω
να σου πώ
τα σ΄αγαπώ.

Nα γίνω
κοκκαλάκι
στα μαλιά σου,
στα πόδια σου
διάφανο καλτσόν
λάφυρα
να πάρω
τα φιλιά σου
δραπέτες
στο νησί
των πειρατών.

Θέλω
για πάντα
στην ψυχη σου
να αράξω
να μείνεις
μια αθάνατη
κολώνια
στο μπράτσο
τη μορφή σου
να χαράξω,
αγάλματα
να μείνουνε
τα χρόνια.

Θέλω
να μείνω
εφηβος
αιώνια
σαν ενα
διαβολάκι
που τραβάει
τα
παντελόνια.


ZΩΗ

Μιά βόλτα ειναι η ζωή,
γλυκό μεθύσι το πρωί
έρωτας, πάθος, αφορμή
ίσως εγώ, ίσως εσύ.

Μια βίδα ειναι η ζωή
όταν τη στρίψεις θα χαθεί
ο τοίχος έχει προσμονή
στα θέλω όχι δεν θα πει.

Μια τρέλα ειναι η ζωή
πάντα γυρίζει στην αρχή,
στο τέλος νοιώθεις σαν παιδί
που το παιγνίδι αναζητεί.

Ταξίδι ειναι η ζωή
σε μια χώρα μακρυνη,
ένα λουλούδι που ανθεί
μια καλημέρα στη ψυχή.


ΒΑΡΚΑΡOΛΑ

Στης νυχτιάς τη σιγαλιά
σχίζει η βάρκα τα νερά,
μεθυσμένο το φεγγάρι
αλητεύει στο Ιβάρι.

Έρχεται η βαρκαρόλα
ξεκινάει η καντάδα
του Αυγούστου φεγγαράδα
ομορφούλα μου Λευκάδα.

Έρχεται η βαρκαρόλα
τα μονόξυλα αμόλα
μια παρέα οι ψαράδες
με τις πίκρες φιλενάδες.

Στης νυχτιάς τη σιγαλιά
με τ’ αστέρια συντροφιά,
πάμε μέχρι το Καρνάγιο
η ζωή θέλει κουράγιο,
με τραγούδια και κιθάρες
Πόντε μου, Πέντε καμάρες.

Βγάλτε δίχτυα και καμάκια
τα κουπιά ειναι μεράκια,
μια παρέα οι ψαράδες
με τις πίκρες φιλενάδες.



ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΡΟΜΗΛΙΟΣ

Και πάλι θα σε βρω σε κάποια άκρη
εκεί που ο καημός γίνεται δάκρυ,
στις βάρκες, στο Ιβάρι και στο μώλο
που βρίσκαμε μαζί το κόσμο όλο,
θα κρύψουμε στις χούφτες μας στον ήλιο
και πάλι θα σε βρω Γιάννη Σπρομήλιο.

Μαζί στα μακροβούτια στο μουράγιο
εκεί που η καρδιά θέλει κουράγιο,
θα στρίψουμε τσιγάρο με αλμύρα
καπνό θα αναστήσουμε στη Γύρα.
Στο γήπεδο θα μπούμε απ΄τη τρύπα
θα πιούμε, θα μεθύσουμε, στου Μυτα
θα δούμε στον 'Απόλλωνα' ταινίες
μαζί στα μανουάλια στις κηδείες,
θ' ανάψουμε φωτιές στον Αη Γιάννη
με τρύπια παντελόνια στο λιμάνι
ψάρεμα με σάπια καλαμίδια
προσκύνημα στα άδεια τα στασίδια
θα τρέξουμε ξυπόλυτοι στούς δρόμους
παίζοντας κλέφτες κι΄ αστυνόμους.

Κι ας λένε η ζωή δεν ειναι ωραία
εμείς πάντα θα κάνουμε παρέα,
θα ψάχνουμε φεγγάρια μες στον ήλιο
εκεί που θα σε βρω Γιάννη Σπρομήλιο.



ΑΠΕΝΑΝΤΙ

*Στη Βέρα για τα ατέλειωτα ταξίδια που μας χάρισε.

Xόρευε η βροχή πάνω στα τζάμια
σύννεφα σκεπάσανε τη Λάμια,
βαρύ αστραποβρόντι απ΄τη Γύρα
ξεθύμανε στους Μύλους η αλμύρα.

Τρεμόσβυνε στο Κάστρο το φανάρι
ανέβηκε ο 'Ορφέας' στο πατάρι,
διάλεξη σκαρώνει ο Κοκονιώρος
σαρώνει τα αυλάκια ο Μανιώρος.

Πάμε απέναντι ρε Βέρα
για να βρούμε τα παιδιά
η ζωή ειναι μια σφαίρα
ποτέ πίσω δεν γυρνά.

Πάμε με το πυροφάνι
το καμάκι, τη συρτή
μακροβούτια στο μουράγιο
και στου 'Πάπιου' δηλωτή.

Κι απόψε στον παράδεισο του 'Μύτα'
έρωτες και πάθη όλα πίτα,
χέρια που απλώνονται θα ψάξω
με φίλους στου 'Μουτρούκαλη' θ΄αράξω.

'Απόλλωνας' και 'Πάνθεον' στη σκέψη
όνειρα θα βλέπω ως να φέξει
κερί που άναψα και μένει
βιτρό στο ιερό Φανερωμένη.

Πάμε απέναντι ρε Βέρα
για να βρούμε τα παλιά
να γλεντήσουμε τη μέρα

Πόντε, μόλο, Αη Μηνά,
να καλέσουμε τη μνήμη
στον Ανθώνα να μας βρεί
στην σκιά των ευκαλύπτων
με το πρώτο μας φιλί.

Στρώματα θα κάνουμε τα φύκια
Κάστρο, αμμόγλωσα και ρείκια
φεγγάρι προβολέας θα μας βλέπει
κανείς δεν θα μαντέψει αυτό το στέκι.

Έρχεται ο πατέρας με τη βάρκα
νύχτα στο παζάρι για την τσάρκα,
βλέμματα σε στύση ειναι μόνο
τη νιότη μου στα χέρια θα πληγώνω.

Πάμε απέναντι ρε Βέρα
να τα ζήσουμε ξανά,
να σηκώσουμε παντιέρα
στου πελάγους τα βαθιά
εποχή πού εχει φύγει
να καλέσουμε κρυφά
και να κάψουμε τα λάθη
στ΄Αη Γιάννη τη φωτιά.

Γελασα στου Βούλη την παρλάτα
δώσε μας κυρ Σπύρο μαντολάτα,
πίσω απ' την μπάντα και στη 'Διάνα'
κλέφτες κι'΄αστυνόμοι στην αλάνα.

Φέρε γλυκά αχ μπάρμπα Αντρέα
έγιναν οι γευσεις σου σημαία,
γλέντια, καρναβάλια και ρεσάλτο
με γλυκιές καντάδες στον 'Ρεγάντο'.

Πάμε απέναντι ρε Βέρα
να γελάσουμε ξανά
στου Πουλιού την καλημέρα
στ΄Αη Γιαννιού τα δειλινά,
με τους ήλιους να μας παίρνουν
οπως φεύγουνε μαζί
και μετά όλοι να πούμε
εδώ είναι η ζωή.


ΡΕΓΑΝΤΟΣ
Μυρίζουνε τα γιούλια στα μπαλκόνια
ομηρους μας πήρανε τα χρόνια
τρέχουν τα παιδιά στα καλντερίμια
έγιναν οι μνήμες μου αγρίμια.
Mήνες οι στιγμές μου μακρυά σου
ταινία προσεχώς τα ονειρά σου
ζήσε το παρόν και μη σε νοιάζει
ελα η καρδιά σου σε διατάζει.
---------------------------------
Στου 'Ρεγάντου' την ταβέρνα
η ζωή φωνάζει πέρνα,
τρέχει μέχρι το Αθάνι
στη Λυγιά με πυροφάνι,
τριγυρίζει και στον Πόντε
ψάχνοντας τον Βαλαμόντε
για τον Βούλη το Βρεττό
το ποτήρι αδειανό.

R: Έλα απόψε στο 'Ρεγάντο'
οτι σου ζητήσω κάντο,
δυο ποτήρια άσπρο πάτο
της ψυχής μου το ρεσάλτο,
το παράπονό σου βγάλτο
με καντάδες στο 'Ρεγάντο''.
---------------------
Φέρε βαρτζαμί να πιούμε
τα παλιά να θυμηθούμε
να το Πέραμα της Βέρας
και το 'Πάνθεον' της τρέλας.
Η ζωή θέλει ξενύχτια
κι ο ΄Ρεγάντος΄' εχει δίχτυα
έτσι ζούμε στη Λευκάδα
με σημαία τη καντάδα.
-----------------------------------
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ
(στη μνήμη του πατέρα μου)
Αυτοι που φεύγουν
ζούνε μέσα απο εμάς.
Μας μιλάνε
με το συλλαβιστό
θρόϊσμα
των ευκαλύπτων.
Με τους ήχους
της καμπάνας
τ' Αη Νικόλα
και της καντάδας
στα καντούνια.
Μας γνέθουν
στα πυρωμένα
ηλιοβασιλέματα
στους Μύλους
στέλνοντας μελωδίες
με τον μαίστρο.
Αυτοι που φεύγουν
ζούνε μέσα απο εμάς.
Μας ακολουθούν
με τα γερασμένα μονόξυλα
στο μώλο.
Με τα κουρασμένα
κύματα
του Κάστρου.
Μας χαιρετάνε
με το αστραπόβροντο
τ΄Αη Γιαννιού
και με τον ήχο
της βροχής
στο τσίγκο.
Με το βρεγμένο χώμα
της Κουζούντελης
και το ''ω γλυκύ μου έαρ''
στην κατάνυξη του επιταφίου.
Με την οργισμένη μυρωδιά
του μάραθου
και τις μετάνοιες
στην Κυρα Φανερωμένη.
Αυτοι που φεύγουν ζούνε
μέσα απο εμάς.
Γιατί είμαστε εμείς....
--------------------------------------------
ΤΟ ΠΥΡΟΦΑΝΙ ΕΣΒΗΣΕ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Έσβησε για πάντα το μικρό το πυροφάνι
δεν θα ξανανάψει στο μικρό μας το λιμάνι
σίγησαν οι φάροι απο λύπη
τώρα ο ψαράς τους θα τους λείπει.
Δεν πέταξαν οι γλάροι απο συμπόνια
τον ήξεραν λεβέντη τόσα χρόνια,
ορθιο στη βάρκανα ψαρεύει
θηρίο στη ζωή του να παλεύει.
Δίχτυα στον παράδεισο θα ρίξει
με φίλους του παλιούς
πάλι θα σμίξει
θλίψη στ΄Αη Νικόλα το νησάκι
έρημο στο μώλο το βαρκάκι.
Δάκρυσαν της Γύρας τα κρινάκια
στάση εργασίας τα καμάκια
μπόρες, κακουχίες και χειμώνες
πάλεψε, έδωσε αγώνες.
Ήθος, εντιμότητα και θάρρος
πατέρα στην πορεία θάσαι φάρος
στην άδικη ζωή ήσουν θηρίο
στους ήρωες ποτέ δεν λένε αντίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις